- συνεδρεία
- η, ΝΑ [συνεδρεύω]συνεδρία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συνεδρεία — συνεδρείᾱ , συνεδρεία sitting as fem nom/voc/acc dual συνεδρείᾱ , συνεδρεία sitting as fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρείᾳ — συνεδρείᾱͅ , συνεδρεία sitting as fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρείας — συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem acc pl συνεδρείᾱς , συνεδρεία sitting as fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρείαν — συνεδρείᾱν , συνεδρεία sitting as fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεδρία — η, ΝΑ, και συνέδρα Α [σύνεδρος] συνέδριο, συνεδρίαση, σύσκεψη αρχ. 1. συντροφιά, παρέα φίλων («ἡ μετὰ τῶν φίλων συνεδρεία», Πολ.) 2. το να κατέχει κανείς το αξίωμα τού συνέδρου 3. (για πτηνά) συναγελασμός 4. (ειδικά) η συνεδρίαση τής Ρωμαϊκής… … Dictionary of Greek